χάρισον

χάρισον
χαρίζω
say
aor imperat act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χάρισον, Τζένι Έλεν — (Harrison, 1850 – 1928). Αγγλίδα φιλόλογος, αρχαιολόγος και ελληνίστρια. Σπούδασε αρχαία ελληνικά και αρχαιολογία στο Καίμπριτζ. Μετά το τέλος των σπουδών της επισκέφτηκε για ενημέρωση και μελέτη τα αρχαιολογικά μουσεία του Βερολίνου, του Μονάχου …   Dictionary of Greek

  • Μπιτλς — (The Beatles). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Απαρτιζόταν από τους: Τζον Λένον (ρυθμική κιθάρα), Τζορτζ Χάρισον (σόλο κιθάρα), Πολ Μακ Κάρτνεϊ (μπάσο κιθάρα) και Ρίτσαρντ Στάρκεϊ, γνωστός ως Ρίνγκο Σταρ (ντραμς), όλοι από το Λίβερπουλ. Οι Μ.… …   Dictionary of Greek

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • κάρισο — (Α) σκωπτικός βαρβαρισμός στον Αριστοφ., αντί χάρισον, προστ. αορ. τού χαρίζω …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χαρίζω — ΝΜ [χάρις] 1. δίνω, παραχωρώ, δωρίζω (α. «τής χάρισε έναν δίσκο» β. «χάρε για χάρισέ μου σαΐτες κοφτερές, να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχρινές», δημ. τραγούδι γ. «τούτους ἡμῖν χάρισον εἰς χαρὰν καὶ ἀνέγερσιν τῶν Ῥωμαίων», Κ Πορφ.) 2. δίνω χάρη …   Dictionary of Greek

  • Γιαμασάκι, Μινόρου — (Minoru Yamasaki, Σιάτλ 1912 – 1986). Αμερικανός αρχιτέκτονας, ιαπωνικής καταγωγής. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εργάστηκε σε μερικά από τα μεγαλύτερα γραφεία αρχιτεκτονικών μελετών των ΗΠΑ (Χάρισον, Φουόχουξ και Αμπράμοβιτς) όπου διαμόρφωσε… …   Dictionary of Greek

  • Γκραντ, Κάρι — (Cary Grant,Μπρίστολ 1904 – 1986). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Άρτσιμπαλντ Αλεξάντερ Λιτς (Archibald Alexander Leach). Μοναχογιός, έχασε τη μητέρα του σε ηλικία 9 ετών και άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές στα περίχωρα του… …   Dictionary of Greek

  • Ιντιανάπολις — (Indianapolis). Πόλη (791.926 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, πρωτεύουσα της πολιτείας Ιντιάνα (βλ. λ.) και έδρα της κομητείας Μάριον. Ιδρύθηκε το 1819 στην κεντρική Ιντιάνα, σε μία πεδινή περιοχή που περιβάλλεται από χαμηλούς λόφους, στον δυτικό βραχίονα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”